- σύναστρος
- και συνάστερος, -ον, Ααυτός που γεννήθηκε στον ίδιο αστερισμό με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αστρος / -άστερος (< ἄστρον), πρβλ. δι-άστερος, ἔν-αστρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάστερος — ον, Α βλ. σύναστρος … Dictionary of Greek
συναστρία — ἡ, Α [σύναστρος] 1. αστρολ. ευνοϊκή σύζευξη αστέρων 2. φιλική σύμπραξη … Dictionary of Greek
συναστρώ — έω, Α [σύναστρος] γεννιέμαι στον ίδιο αστερισμό με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek